- αθρητικός
- ἀθρητικός, -ή, -όν (Μ) [ἀθρῶ]ο ικανός στο να βλέπει, να παρατηρεί, παρατηρητικός, προσεχτικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… … Dictionary of Greek